- μπαλάνς
- τοτεχνολ. εξάρτημα ρολογιού που διεγείρεται από τον ταλαντευτικό μηχανισμό ο οποίος ρυθμίζει την κίνηση τού ρολογιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. / γαλλ. balance < λατ. bis «δύο φορές» + lanx, lancis «πιάτο, λεκάνη»].
Dictionary of Greek. 2013.